- ἐπίδειγμα
- ἐπίδειγμαpatternneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
επίδειγμα — ἐπίδειγμα, τὸ (Α) [επιδεικνύω] 1. υπόδειγμα, πρότυπο («σοφίας πλείστης ἐπίδειγμα», Πλάτ.) 2. αξιόλογο, χαρακτηριστικό μάθημα («καλὸν δ’ ἐπίδειγμα καὶ τοῦτο λέγεται κῦρος ἐπιδεῖξαι Κροίσῳ», Ξεν.) 3. σημάδι («ἣν [ὑδρίαν] οὐχ ὡς ἀνάθημα Θεοῡ καλόν,… … Dictionary of Greek
ἐπιδειγμάτων — ἐπίδειγμα pattern neut gen pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδείγμασιν — ἐπίδειγμα pattern neut dat pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἐπιδείγματα — ἐπίδειγμα pattern neut nom/voc/acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)